- πλαστοπροσωπώ
- -έω, Νεμφανίζομαι ως άλλο πρόσωπο με δόλιο σκοπό, υποδύομαι άλλο πρόσωπο προκειμένου να τό βλάψω ή για να αποκομίσω αθέμιτα κέρδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + -προσωπώ (< -πρόσωπος < πρόσωπο), πρβλ. εκ-προσωπώ].
Dictionary of Greek. 2013.