πλαστοπροσωπώ

πλαστοπροσωπώ
-έω, Ν
εμφανίζομαι ως άλλο πρόσωπο με δόλιο σκοπό, υποδύομαι άλλο πρόσωπο προκειμένου να τό βλάψω ή για να αποκομίσω αθέμιτα κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + -προσωπώ (< -πρόσωπος < πρόσωπο), πρβλ. εκ-προσωπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλαστοπροσωπία — η, Ν 1. η ενέργεια τού πλαστοπροσωπώ, το να εμφανίζεται κανείς στη θέση άλλου με αθέμιτο σκοπό, το να υποδύεται κανείς την ταυτότητα άλλου προκειμένου να τόν βλάψει ή και για προσωπικό ὁφελος 2. (νομ.) περίπτωση απάτης και, ειδικότερα, η εμφάνιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”